Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πού πα ρε τσομπάνη;


Αν σου αρέσει η Φάρμα των ζώων, ο Σον το πρόβατο και οι ειδήσεις της ελληνικής τηλεόρασης, εδώ είσαι, σταμάτα. Τσσσπππρρρρ! Για να πω την αλήθεια όμως, ούτε εγώ κινήθηκα προς αυτό το βιβλίο με την θέλησή μου (δείξτε μου έναν που μπορεί να κινηθεί με την θέλησή του!), αλλά σαν το ζώο έτρεξα πίσω από τις μελωδίες του ποιμένα Πύντσον – «Μια καταπληκτική τρελή κωμωδία δοσμένη με το πιο σοβαρό ύφος, αυτή η ματιά στην αθέατη πλευρά της δουλειάς με σύμβαση έργου διαθέτει την ακαταμάχητη δύναμη της μαγικής λέξης, που ίσως τελικά αποδειχτεί παρακινδυνευμένο να την προφέρει κανείς μεγαλοφώνως» – που με μάντρωσε στα χωράφια της καλής λογοτεχνίας και άφησε τον εργάτη Μιλς να αρμέξει με επιμονή, όσο περισσότερη διανοητική απόλαυση μπορούσε, από το μυαλό μου.
 
Και μιας και είπα «εργάτη» επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από το βιογραφικό του συγγραφέα – κάτι που δεν θα έκανα σε καμία άλλη περίπτωση. Γεννημένος στο Μπέρμινχαμ πριν από σαράντα πέντε χρόνια, μεγαλωμένος στο Μπρίστολ, πρώην οδηγός τρακτέρ, πρώην εργάτης περιφράξεων, και μέχρι πρότινος οδηγός του λεωφορείου 159 της διαδρομής Μπρίξτον-Όξφορντ Σέρκους, ο Μάγκνους Μιλς δηλώνει φανατικός θαυμαστής των παμπ, λάτρης των Μπητλς και της ροκ και θαυμαστής του Κόνραντ και του Πίντερ. Το πρώτο του βιβλίο, Το μάντρωμα των ζώων, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ (1998), έχει πουλήσει τριάντα χιλιάδες αντίτυπα στην Αγγλία και έχει μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες. Ήδη κυκλοφορεί το δεύτερο έργο του, All quiet on the Orient Express (Ουδέν νεώτερο από το Όριεντ Εξπρές) (1999) καθώς και μια συλλογή διηγημάτων του. Εργάζεται ως κηπουρός. Πολλοί συγγραφείς αναγκάστηκαν στην ζωή τους να κάνουν βαρετές δουλειές ή σκληρές ή και τα δύο για να τα βγάλουν πέρα, αλλά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν την έπαρση απέναντι σε αυτές τις δουλειές και τους ανθρώπους που τις εκτελούσαν. Μια φάση τύπου, «Εγώ ανήκω σε πολύ ανώτερη πνευματική σφαίρα από σένα, παρόλο που και οι δυο ατυχώς (κυρίως για μένα) κάνουμε την ίδια δουλειά. Ας μοιραστούμε το κολατσιό σου, τώρα»! 
 

 
Ένας συγγραφέας που αντιμετώπισε τους βιοπαλαιστές όπως τους άξιζε, ήταν ο Μπουκόφσκι. Ποτέ δεν είχε την έπαρση του διανοούμενου απέναντί τους, αντιθέτως, όλη του την χολή την ξερνούσε ακριβώς πάνω στο σωρό των επηρμένων διανοούμενων, μέλος των οποίων δεν υπήρξε ποτέ, ασχέτως αν κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν ένας από αυτούς! Ένας ακόμα συγγραφέας που εκτίμησε βαθιά τους απλούς εργάτες είναι ο Πύντσον (η εκτίμησή του προς το έργο του Μιλς ίσως να πηγάζει και από κει) χρησιμοποιώντας πάμπολλους εργάτες στα βιβλία του και χρωματίζοντάς τους πάντα με τα πιο ζωντανά και θαλπερά χρώματα. Ένας τρίτος, που από δω και μπρος θα μνημονεύω, θα είναι και ο Μιλς. Ο βασικός λόγος που παρεκκλίνω είναι γιατί θυμήθηκα κάτι ανεκδιήγητους διανοούμενους που συχνάζουν στο facebook (στο φυτώριο ανισορροπίας, όπως θα έλεγε και ο Πέτερ Εστερχάζυ) και διατείνονται με στόμφο ότι δεν μπορεί να μιλάει για πνευματικά θέματα ένας αγρότης ή ένας φορτηγατζής ή ένας υδραυλικός. Εγώ θα χρησιμοποιήσω από τα προαναφερθέντα επαγγέλματα, το πιο προσφιλές σε μένα και θα πω, χαλάρωσε λιγάκι, τα αγγούρια τα έχουμε για να δροσιζόμαστε. Και κρίμα τα μυαλά που κουβαλάς! Τέρμα το διάλειμμα, πίσω στη δουλειά. 
 
«Το μάντρωμα των ζώων» είναι ένα παράξενα γοητευτικό ανάγνωσμα με έναν μυστήριο τρόπο που δεν έχω ξανασυναντήσει σε βιβλίο – η πλοκή του είναι αδιάφορη, το ύφος του (φαινομενικά) όχι κάτι το ιδιαίτερο, διαβάζεις και δεν ξέρεις πού θέλει να το πάει... αν θέλει να το πάει κάπου, με ένα τέλος χαμηλόφωνο και ξέπνοο, σαν καρδιογράφημα που εμφανίζει ευθεία γραμμή, όπως απαιτούσε ο προιστάμενος της εταιρείας να είναι οι πάσσαλοι στις περιφράξεις, πριν το σοκ του «μηρυκασμού» κάνει την καρδιά σου να χτυπήσει αλλόκοτα δυνατά! Όπως λέει και ο Άρης Μπερλής στον πρόλογό του (ο πρόλογος ας διαβαστεί σαν επίλογος): «Ο πλούτος της αφήγησης του Μιλς αναδεικνύεται από την ολιγάρκεια, την αξιοποίηση των ελάχιστων γλωσσικών πόρων που ο συγγραφέας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει. Το αλάνθαστο ύφος του αντανακλά την ακρίβεια και σιγουριά μιας αταλάντευτης στάσης, ενός συγκεκριμένου ήθους – ύφος “ανέκφραστο”, απόλυτα ελεγχόμενο, στο κατώφλι του ξεκαρδιστικού γέλιου, αλλά χωρίς ποτέ να το διαβαίνει».
 
Ο Ταμ και ο Ρίτσι είναι δυο εργάτες περιφράξεων που μετά την δουλειά επιθυμούν να κατεβάζουν μπύρες στις τοπικές παμπ. Λουφαδόροι εκ πεποιθήσεως αλλά ταυτόχρονα και εργατικοί, ειδικά όταν τους βλέπουν οι ανωτέροι τους, κάνουν την δουλειά τους χωρίς πολλά πολλά. Παρέα με τον νεοπροσληφθέντα επιστάτη (ο ανώνυμος αφηγητής) αναλαμβάνουν συνεχώς όλο και μεγαλύτερες περιφράξεις, κάνοντας την εταιρεία για την οποία δουλεύουν να ανθεί και να ευημερεί. Όλο το βιβλίο πάει κάπως έτσι, περιφράξεις, παμπ, περιφράξεις, και έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να αναρωτιέται, κανονικά εγώ τώρα θα έπρεπε να βαριέμαι έτσι;, γιατί όμως δεν συμβαίνει αυτό, συνεχίζω την ανάγνωση με όλο και περισσότερη απόλαυση! Αυτό ίσως οφείλεται, στην ακαταμάχητη δύναμη της μαγικής λέξης που ίσως αποδειχτεί παρακινδυνευμένο να την προφέρει κανείς μεγαλοφώνως, όπως μας συμβουλεύει ο πάντα καχύποπτος και συνωμοσιολόγος Πύντσον!
 
Το βιβλίο διαθέτει μια εμφανή αλληγορική διάθεση – ο ίδιος ο τίτλος του, καθώς και το ολίγον ασαφές αλλά ταυτόχρονα εξοργιστικά σαφές, τέλος του, ενισχύουν αυτή την άποψη. Ήδη ο Μπερλής, μέσα στην μικρή έκταση του προλόγου του μάς προσφέρει ένα εκπληκτικό μίνι δοκίμιο πέρι αλληγορίας. Αλλά ανάμεσα στον αλληγορικό τίτλο και το αλληγορούμενο εξαγόμενο (που συνάγεται με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης) μεσολαβεί η αφήγηση μιας ιστορίας – απολαυστική, λιτή, άριστα οργανωμένη, ασυνήθιστη, με τρεις απροσδόκητες (όσο και πανομοιότυπες) τροπές της πλοκής, που διεγείρουν την αναγνωστική περιέργεια αλλά παραμένουν ιδιοφυώς εκκρεμείς, άλυτες.
 
Δεν θα βάλω κάποιο απόσπασμα από το βιβλίο, δεν χρειάζεται, δεν μπορώ, και ενδεχομένως δεν πρέπει! Θα πω μόνο ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικό, η μετάφραση της έμπειρης Αθηνάς Δημητριάδου εξαιρετική, ο πρόλογος του Άρη Μπερλή εξαιρετικός, το εξώφυλλο εξαιρετικό και η έκδοση επίσης. Και να θυμάστε, σπουδαίοι κριτικοί, όπως ο Μπένγιαμιν και ο Πωλ ντε Μαν, υποστήριξαν ότι η αλληγορία δρα ακριβώς όπως η πιο ακριβή και λεπτή ποιότητα της λογοτεχνίας, η ειρωνεία. Και η ειρωνεία πεθαίνει τελευταία, ακόμα και μετά την ελπίδα. 
 
Υ.Γ. 2666  Για να μην πέσετε σε κάποιο σπόιλερ, μην διαβάσετε το κύριο άρθρο. Ανοίξτε ωστόσο το λινκ και διαβάστε την αριστερή στήλη για να καταλάβετε καλύτερα αυτό που σας έλεγα στην αρχή της ανάρτησης. Όταν το έγραφα δεν είχα γνώση του άρθρου, μου το έστειλε μέρες αργότερα, η καλή φίλη Rosa Mund. Βέβαια, μπορείτε άνετα να μην με πιστέψετε, όπως και γενικότερα μπορείτε να μην με πιστεύετε!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!