Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (3 μ.μ.)

 
Ο Τζόυς μετά από ένα δύσκολο και απαιτητικό κεφάλαιο συνήθως παρεμβάλει ένα εύκολο για να ισορροπήσει την αναγνωστική εμπειρία του αναγνώστη. Οι «Πλαγκταί Πέτραι» είναι ένα απλό και χαμηλόφωνο κεφάλαιο χωρίς γλωσσικές παρεκτροπές και δομικές περιπλοκές. Τολμώ να πω ότι δεν το απόλαυσα ιδιαίτερα, παρόλα αυτά δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω την εκπληκτική ικανότητα του Τζόυς να κορυφώνει την ένταση στο τέλος κάθε κεφαλαίου.
 
Βρισκόμαστε στους δρόμους του Δουβλίνου στις 3 το μεσημέρι. Ο Τζόυς κρατά στο παρασκήνιο τον Μπλουμ και τον Στέφανο και μας προσφέρει ένα παλίμψηστο φωνών μέσα από τους χαρακτήρες που γνωρίσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια ή και άλλους που κάνουν πρώτη εμφάνιση. Οι χαρακτήρες διαδέχονται ο ένας τον άλλον και οι εξωτερικές φωνές τους δίνουν πρόθυμα την θέση τους και στις εσωτερικές, καθιστώντας τώρα πια, εκείνους τους πρώιμους συγγραφικούς δουβλινέζους πιο ενδιαφέροντες και συναρπαστικούς. Η ζωή ξαφνικά παίρνει μπροστά και η δράση επανακτά μεγάλο μέρος από το χαμένο έδαφος των προηγούμενων κεφαλαίων. Νιώθεις σαν να στέκεσαι καταμεσής ενός δρόμου και όπου στρέφεις το κεφάλι ακούς συζητήσεις και παρατηρείς γεγονότα.
 
Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο προσώπων και λόγων, ξεχώρισα τρία περιστατικά που σχετίζονται με την ζωή του Τζόυς και πώς αυτός τελικά τα ενσωμάτωσε στο βιβλίο του. Το πρώτο έχει να κάνει με την οικονομική ανέχεια που επικρατούσε στο πατρικό του σπίτι και την σκληρή αντιμετώπιση που επεφύλασσε ο πατέρας στις κόρες του, η οποία μοιραία και αντισταθμιστικά έθρεψε το μίσος από μέρους τους.

- Πήγε να βρει τον πατέρα, είπε η Μάγκυ.
Η Μπούντυ, σπάζοντας μεγάλες μπουκιές ψωμιού μέσα στην κίτρινη σούπα, πρόσθεσε:
- Ο πατέρας μας ο οποίος δεν είναι εν τοις ουρανοίς.
Η Μάγκυ, ένω έχυνε κίτρινη παχιά σούπα στο μπολ της Κέιτυ, αναφώνησε:
- Μπούντυ! Ντροπή!
 
Λίγο παρακάτω υπάρχει και ένας διασκεδαστικός διάλογος ανάμεσα στην κόρη και τον πατέρα, με την κόρη να προσπαθεί να αποσπάσει με τεχνάσματα λίγα λεφτά για να ταΐσει τα μικρότερα αδέρφια και τον πατέρα με ανάλογα τεχνάσματα να επιμένει ότι δεν έχει άλλα λεφτά. Μια γνώριμη κατάσταση για τον έφηβο Τζόυς (που ίσως προσδιόρισε μέσα του και την κάκιστη σχέση που θα είχε με τα λεφτά στην μετέπειτα ζωή του), οικεία και καθημερινή που αποδίδεται εξαιρετικά στο κείμενο.
 
Ένα άλλο μοτίβο που εμφανίζεται στο κεφάλαιο, εκ των βασικότερων που διατρέχουν τον Οδυσσέα, είναι η απιστία (επίσης αυτή η μικρή αναφορά εδώ, μας προετοιμάζει για όσα θαυμαστά θα ακολουθήσουν στο επόμενο κεφάλαιο). Σε μία συζήτηση μεταξύ φίλων του Μπλουμ, ένας εξ αυτών εξιστορεί μια φορά που μέσα σε μία άμαξα βρισκόταν αυτός, ο Μπλουμ με την γυναίκα του και ένας ακόμη. Ο Μπλουμ με τον άλλον κάθονταν στην μια πλευρά της άμαξας και ο αφηγητής με την γυναίκα του Μπλουμ στην απέναντι. Περιγράφει στους φίλους του, πώς με κάθε τράνταγμα της άμαξας η Μόλλυ έπεφτε πάνω του με το ζεστό κορμί της και το πλούσιο στήθος της, πώς μύριζε, πώς κάθε τόσο της έφτιαχνε το γουνάκι στους ώμους. Όση ώρα συνέβαινε αυτό ο Μπλουμ κοίταζε τον ουρανό από το παράθυρο της άμαξας και ονομάτιζε τους αστερισμούς στον συνεπιβάτη που καθόταν δίπλα του. Ο ίδιος ο αφηγητής, μετά το τέλος της αφήγησης, αποφαίνεται συμπερασματικά:
 
Ο Μπλουμ είναι γενικά καλλιεργημένος, είπε σοβαρά. Δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση... ξέρεις... Υπάρχει κάτι από καλλιτέχνη στο γερο-Μπλουμ
 

 
Εδώ ο Τζόυς κάνει μία ακόμα νύξη (σαφέστερη σε σύγκριση με το προηγούμενο κεφάλαιο) της ώριμης εκδοχής του καλλιτέχνη που αντιπροσωπεύει ο γερο-Μπλουμ σε αντιδιαστολή με τον καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία που είναι ο Στέφανος. Λίγο παρακάτω στο κεφάλαιο, ο Μπλουμ επισκέπτεται ένα βιβλιοπωλείο για να επιλέξει βιβλίο για την Μόλλυ.
 
Έβαλε παραπέρα τα δυο βιβλία και έριξε μια ματιά στο τρίτο: Ιστορίες του γκέτο υπό Λεοπόλδου φον Ζάχερ-Μάζοχ.
 
Ο Τζόυς επηρεάστηκε από τα βιβλία του Ζάχερ-Μάζοχ (ο προσεκτικός αναγνώστης δεν γίνεται να προσπεράσει την ομοιότητα του μικρού ονόματος του Αυστριακού συγγραφέα με εκείνο του βασικού ήρωα του Οδυσσέα, ακόμα και αν κάτι τέτοιο είναι τυχαίο!) και ενσωμάτωσε τις ιδέες του μέσα στο δικό του κείμενο. Ο Ρίτσαρντ Έλμαν σημειώνει,
 
[…] Η ομοιότητα Στήβεν και Μπλουμ, επιφανειακά τόσο απίθανη, εδραιώνεται με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Τζόυς αξιοποιεί δύο πηγές, και τις δυο από το χώρο της λογοτεχνίας. Η πρώτη είναι ο Λεοπόλδος φον Ζάχερ-Μάζοχ, η δεύτερη ο Γουίλλιαμ Μπλέηκ. Ιδωμένη από τη χειρότερη δυνατή σκοπιά, η παθητικότητα του Μπλουμ μπροστά στην ερωτική πολιορκία της Μόλλυ… δίνει την εντύπωση ότι είναι μέρος μιας πρόθυμης υποχώρησης ανάλογης με εκείνης του Ζάχερ-Μάζοχ. Από την καλύτερη δυνατή σκοπιά είναι η απόρριψη του σωματικού που βρίσκουμε στον Μπλέηκ.
 
Στο τρίτο περιστατικό βλέπουμε τους δύο συγκατοίκους του πύργου Μαρτέλλο, να συζητούν για τον Στέφανο και να χλευάζουν την προσπάθειά του να φέρει κάτι νέο στην λογοτεχνία της χώρας του.  
 
- Του ξεστράτισαν τα μυαλά, είπε, με οράματα της κόλασης. Ποτέ δε θα συλλάβει τον αττικό τόνο. Τον τόνο του Σουίνμπερν, όλων των ποιητών, τον χλωμό θάνατο και τη ροδοκόκκινη γέννηση. Δηλαδή την τραγωδία. Αυτός δεν μπορεί ποτέ να γίνει ποιητής. Η χαρά της δημιουργίας…
 
Ο Τζόυς μέσα από τον κυνικό Μπακ Μάλλιγκαν αυτοσαρκάζεται αλλά και επιβεβαιώνεται για τις νεανικές του δηλώσεις.  
 
- Δέκα χρόνια, είπε μασώντας και γελώντας. Πρόκειται να γράψει κάτι σε δέκα χρόνια
 
Στο ίδιο κομμάτι του κεφαλαίου διαβάζουμε και την φράση «Ο Σαίξπηρ είναι ένας χαρούμενος κυνηγότοπος για όλα τα ανισόρροπα μυαλά», υπονομεύοντας διακριτικά την πελώρια εντύπωση που προκαλεί στον αναγνώστη το προηγούμενο κεφάλαιο με την θεωρία του Στέφανου για τον Σαίξπηρ!
 
Το κεφάλαιο κλείνει θεαματικά με τον Τζόυς να βάζει τον αντιβασιλιά μετά της συνοδείας του να διασχίζει με έφιππη πομπή τους δρόμους της πόλης συγκεντρώνοντας τα βλέμματα και τις σκέψεις σχεδόν όλων όσοι παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες σελίδες. Σαν να ενεργοποιεί τον μηχανισμό (τέχνη: μηχανική, διαβάζουμε στο πρόχειρο πλάνο που είχε φτιάξει ο Τζόυς για τον Οδυσσέα και υπάρχει στην αρχή του βιβλίου) που θα κάνει όλα τα γρανάζια να γυρίσουν και να θέσουν σε λειτουργία τη ζωή.
 
(...) Στην σκεπαστή είσοδο του Φωρ Κωρτς ο Ρίτσι Γκούλντινγκ... τον είδε έκπληκτος.
(...) Μετά τη γέφυρα... μια ηλικιωμένη γυναίκα... χαμογέλασε ευπίστως στον αντιπρόσωπο της Αυτού Μεγαλειότητος.
(...) Από την αμπολή του στην αποβάθρα Γουντ κάτω από το γραφείο του Τομ Ντέβαν ο ποταμός Πολντ κρέμασε εις ένδειξιν αφοσιώσεως μια γλώσσα υγρών βοθρολυμάτων.
(...) Πάνω από τις κουρτίνες του ξενοδοχείου Όρμοντ, χρυσός δίπλα σε μπρούντζο, το κεφάλι της δεσποινίδας Κέννεντυ δίπλα στο κεφάλι της δεσποινίδας Ντους έβλεπαν και θαύμαζαν.
(...) Πιο πέρα... ο Τζων Γουάυζ Νόλαν χαμογέλασε με κρυφή παγερότητα προς τον λόρδο υποστράτηγο και γενικό διοικητή της Ιρλανδίας.
(...) Από το παράθυρο της Ε.Α.Δ. ο Μπακ Μάλλιγκαν χαρούμενος, και ο Χέινς βαρύθυμος, ατένιζαν κάτω την ιππήλατη άμαξα...
(...) Ο Τζων Χένρυ Μέντον, ... κοίταζε με κρασωμένα μεγάλα μάτια...
(...) Ο Πάτρικ Αλλούσιους Ντίγκναμ... σήκωσε και αυτός το καινούριο του μαύρο καπέλο με δάχτυλα λερωμένα από το χαρτί με τις χοιρινές μπριζόλες.
(...) Στην οδό Κάτω Μάουντ ένας πεζός με καφέ αδιάβροχο, τρώγοντας ξερό ψωμί, πέρασε γρήγορα και αλώβητος ανάμεσα από τον δρόμο του αντιβασιλιά.
(...) Στη γωνία του δρόμου Χάντινγκτον δυο γυναίκες γεμάτες άμμο σταμάτησαν... για να δουν με κατάπληξη τον δήμαρχο και την δημαρχίνα χωρίς τη χρυσή του καδένα.
(...) Απέναντι από το κατάστημα μουσικών ειδών του Πίγκοτ ο κ. Ντένις Τζ. Ματζίνι, καθηγητής μουσικής κ.α., ντυμένος χαρωπά, περπατώντας σοβαρά, προσπεράστηκε από έναν αντιβασιλιά και πέρασε απαρατήρητος
 

 
Στις τέσσερις τελευταίες εκπληκτικές σελίδες του κεφαλαίου, ο Τζόυς βάζει τους δουβλινέζους του να αντιδρούν ποικιλοτρόπως για την βρετανική κυριαρχία, με τις αντιδράσεις να κυμαίνονται από ήπιες και αμήχανες έως διασκεδαστικές και κυνικές, με αποκορύφωμα την προσωποποίηση του ποταμού Πόλντ (ίσως με την σκέψη κατά νου ότι ο ποταμός αντιπροσωπεύει και την ζωή των πολιτών που τον περιτριγυρίζουν. Επιπλέον, ο ποταμός στην «Αγρύπνια των Φίννεγκαν» παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και αποτελεί την ζωή - Lif(f)e(y)!) και την κρεμάμενη γλώσσα υγρών βοθρολυμάτων.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!