Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους


Καημένε Καβάφη! Πολύπαθοι οι στίχοι σου, έχουν τραβήξει τα πάνδεινα, κατακερματισμένοι έξω από τα ποιήματά σου, να πηγαινοέρχονται από δω και από κει χωρίς σταματημό και συνείδηση – μπορούν να προλογίσουν μια ταινία βίας ή μια κομεντί, να κοσμήσουν τα πλαϊνά ενός λεωφορείου ή ενός ταξί, να δώσουν επίφαση θάρρους σε δειλές πολιτικές αποφάσεις ή ακόμα, ποιος ξέρει, ίσως και να φωλιάζουν μέσα στο τραγανό κουκούλι ενός fortune cookie! Εγώ είμαι ο τελευταίος θύτης (ταυτόχρονα με εκατοντάδες άλλους ανά τον κόσμο) που χρησιμοποιώ άκριτα τους στίχους σου, χωρίς περίσκεψη χωρίς αιδώ, μόνο και μόνο για να παρουσιάσω ένα βιβλίο που τυγχάνει να φέρει στον τίτλο του την λέξη βάρβαρος. Τι βαρβαρότητα, αλήθεια!



Η κίνηση της ανάγνωσης είναι σπειροειδής, μοιάζει με κύκλο αλλά δεν τελειώνει ποτέ, απλώς κινείται αενάως προς ένα κέντρο που συνεχώς απομακρύνεται. Μπορείς να φανταστείς την σπείρα είτε κινούμενη προς ένα απύθμενο βάθος σαν θαλάσσια δίνη είτε προς ένα απροσμέτρητο ύψος σαν επίκληση στα θεία. Προτιμώ την δίνη. Λίγες μέρες πριν βυθιστώ στο σημείο που βρίσκομαι τώρα, διάβασα το βιβλίο του Εμίλ Σιοράν “Ο Σιοράν μιλάει για τον Σιοράν” όπου μεταξύ άλλων ανέφερε μερικά ανέκδοτα από την γνωριμία του με τον Ανρί Μισώ και σκέφτηκα ότι θα με ενδιέφερε να διαβάσω κάτι του Μισώ, αδικαιολόγητα τον είχα παραγκωνίσει, σύμφωνα και με την κρίση του Σιοράν. Έτσι, όταν λίγες μέρες αργότερα ανακάλυψα ένα βιβλίο του στο βιβλιοπωλείο, το αγόρασα χωρίς πολλά πολλά και όταν παρατήρησα στο σπίτι πια, ότι το επίμετρο ήταν γραμμένο από τον Εμίλ Σιοράν, ένιωσα μια ανακουφιστική ολοκλήρωση. Αν η σπείρα ήταν κύκλος, σε εκείνο το σημείο θα έκλεινε οριστικά. 
 
Το όνομα προδίδει στοιχεία του χαρακτήρα, ισχυρίζονται εκείνοι που προβαίνουν σε τέτοιου είδους παρεπιστημονικές εικασίες. Ο Ανρί Μισώ (απαντάται συχνά και ως Ανρί Μισό) τούς επιβεβαιώνει περίτρανα (έστω και μέσω της μετάφρασης!). Οι έννοιες της άρνησης και του ανολοκλήρωτου συνυπάρχουν μέσα του – (...)επιχειρώντας κατ' αρχάς να αρνηθεί την πραγματικότητα για να καταφύγει στο φανταστικό, τελικά θα αποπειραθεί να εξερευνήσει όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά τον ανθρώπινο χώρο του μυαλού, των νοητικών δυνατοτήτων... μίζερος με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τα άλλα, με το όλον... “Δεν μπορώ να ξεκουραστώ, η ζωή μου είναι μια αϋπνία, δεν είναι η προσοχή που με κρατάει ξύπνιο, γιατί, ψάχνοντας και ψάχνοντας, είναι πολύ αδιάφορο και αν ακόμη βρω αυτό που γυρεύω, γιατί αυτό που γυρεύω δεν το γνωρίζω.

Το βιβλίο του “Ένας βάρβαρος στην Ασία” περιέχει τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια στην Ανατολή και Άπω Ανατολή. Είναι χαρακτηριστική η λέξη “βάρβαρος” στον τίτλο που υποδηλώνει σκωπτικά τον δυτικό “πολιτισμένο” άνθρωπο που περιδιαβαίνει την μαγευτική και αισθαντική Ανατολή. Με τα μάτια ενός δυτικού, λοιπόν, ο Μισώ περιγράφει τα πρόσωπα, τις συνήθειες, τις θρησκείες, τα σπίτια, το θέατρο, την γλώσσα, την μουσική ξένων τόπων και ανθρώπων. Δεν βοηθάει έναν επίδοξο ταξιδιώτη που ίσως περιμένει συγκεκριμένες οδηγίες για μέρη και μνημεία, παρά μάλλον, προσφέρει ένα συνονθύλευμα εικόνων και αισθήσεων ενός άγνωστου εξωτερικού κόσμου που αναμίχθηκε και γονιμοποιήθηκε από έναν εξίσου άγνωστο εσωτερικό. Γραμμένο το 1931, χρονολογείται από τον καιρό της απλοϊκότητάς μου, της άγνοιάς μου, της απομυθοποιητικής ψευδαίσθησής μου, παραδέχεται ο Μισώ στο πρόλογο του 1967. Mea culpa, δηλώνει. Όχι τόσο γιατί δεν είδα αρκετά καλά, όσο γιατί δεν αισθάνθηκα αυτό που κυοφορούσε η εποχή και το οποίο επρόκειτο να ξεκάνει το φαινομενικά μόνιμο. Τα πράγματα άλλαξαν, ναι, όμως οι μνήμες εντυπώθηκαν και σαν να μην έφτανε αυτό, αποτυπώθηκαν και σε βιβλίο.

Διαβάζοντας ταξιδιωτικές εντυπώσεις, πολλές φορές αισθάνεσαι σαν να κλείνεις εισιτήριο χωρίς επιστροφή στον τόπο της πλήξης! Αυτό όμως δεν συμβαίνει στο βιβλίο του Μισώ. Οι παρατηρήσεις του είναι οξυδερκείς, εναργείς, σαρκαστικές, ποιητικές. Στις Ινδίες, αν δεν προσευχηθείτε, τζάμπα κάνατε το ταξίδι σας. Είναι χρόνος πεταμένος απ' το παράθυρο. Ο συγγραφέας περνάει πολύ χρόνο του βιβλίου στις Ινδίες, τόσο που το αίσθημα του ωραίου που τον συντηρεί, αρχίζει να λιμοκτονεί. Στις Ινδίες μπορεί να συνηθίσει κανείς να μην τρώει παρά μόνο ρύζι, να μην καπνίζει, να μην πίνει αλκοόλ ή κρασί, να τρώει λίγο. Αλλά το να σε περιτριγυρίζει η ασχήμια, είναι η χειρότερη στέρηση. Η πιο σκληρή. Γιατί τόση ασχήμια; Σ' αυτό τον γέρικο λαό, που έχει τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, ο πλούσιος διατηρεί το γούστο ενός νεόπλουτου. Παρατηρεί τις συνήθειες των ανθρώπων, αν ο Ινδός σας μιλήσει θα το κάνει μύτη με μύτη. Σας κλέβει την ανάσα από το στόμα. Δε θεωρεί ποτέ ότι είναι αρκετά κοντά. Το κατακτητικό του κεφάλι και τα ανάρμοστα μάτια του μπαίνουν ανάμεσα σ' εσάς και τον ορίζοντα


Στην Κίνα, βρίσκεται στον αντίποδα. Αυτό που ο Κινέζος κατέχει καλύτερα, είναι η τέχνη τού να ξεφεύγει. Ζητάτε μια πληροφορία στον δρόμο από έναν Κινέζο κι αμέσως γίνεται καπνός. Λαός που τα πάντα τον τρέπουν σε φυγή, τα μικρά του μάτια τρέχουν δεξιά κι αριστερά όταν τον κοιτάτε καταπρόσωπο. Παρόλα αυτά του φαίνονται ευγενικοί και χαμογελούν συνεχώς. Ο φόβος της ταπείνωσης είναι τόσο κινέζικος, που κυριαρχεί στον πολιτισμό τους. Γι' αυτό είναι ευγενικοί. Για να μην ταπεινώσουν τον άλλον. Αυτοταπεινώνονται για να μην τους ταπεινώσουν. Η ευγένεια είναι μια τακτική ενάντια στην ταπείνωση. Χαμογελούν. Δε φοβούνται τόσο να ντροπιαστούν οι ίδιοι, όσο να ντροπιαστούν ενώπιον των άλλων. Η ευαισθησία αυτή, πραγματικά αρρωστημένη στα μάτια του Ευρωπαίου, προσδίδει μια ιδιαίτερη όψη σ' ολόκληρο τον πολιτισμό τους.

Όταν ο βάρβαρος φτάνει στην Ιαπωνία, τους βρίσκει όλους (και όλα) κακούς – σοβαροφανείς, φιλοπόλεμοι, πειθαρχημένοι και ωραιοπαθείς μέχρι εμμονής. Ο Μισώ νιώθει την ανάγκη να προσθέσει ένα σημείωμα (1984) στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, για να αποδεσμευτεί από εκείνες τις απογοητευτικές εντυπώσεις που είχαν αφήσει σε εκείνον τον αλλοτινό ταξιδιώτη. Τώρα πλέον, αποτελούν απλώς ένα ντοκουμέντο για όσους επιθυμούν να μελετήσουν εκείνη την ιδιάζουσα προπολεμική περίοδο της Ιαπωνίας. Αυτή η Ιαπωνία με τη στενόκαρδη, δύσπιστη και απειλητική όψη αποτελεί παρελθόν. Οι πολλαπλές της έρευνες, η επικαιρότητα των έργων της, η χωρίς όρια περιέργειά της σε τόσους τομείς της επιστήμης και της τέχνης – και από τους πιο καινοφανείς – όπου αλληλοκοιταζόμαστε, ανταγωνιστές ή θαυμαστές, προκαλούν μια παράξενη συνενοχή που διευρύνεται.


Το βιβλίο περιέχει μερικά σκίτσα του ζωγράφου Ανρί Μισώ, υπερρεαλιστικού ύφους αλλά με ένα έντονο προσωπικό στίγμα που τα αποτρέπει (όπως άλλωστε και τα γραπτά του) να φωλιάσουν στην θαλπωρή μιας ταμπέλας. Η πραμάτεια του Μισώ είναι τόσο τονωτική, ακριβώς γιατί δεν καταδέχτηκε καμιά συνταγή σωτηρίας, καμιά επιφοίτηση. Δεν σας προτείνει τίποτα, είναι αυτό που είναι, δεν διαθέτει ουδεμία συνταγή γαλήνης, συνεχίζει, ψηλαφεί, σαν να βρίσκεται ακόμα στην αρχή. Και σας αποδέχεται, υπό τον όρο να μην του προτείνετε ούτε εσείς οτιδήποτε.

Υ.Γ. 2666  Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ Διαβάζοντας. Τώρα πλέον, οι "βάρβαροι" ταξιδεύουν προς την Δύση και θα είχε τρομερό ενδιαφέρον να μαθαίναμε, με τι σκέψεις και αισθήματα αντιλαμβάνονται την Ευρώπη. 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!